αγωνισμα

αγωνισμα
    ἀγώνισμα
    -ατος τό
    1) столкновение, бой, стычка
    

(τὰ ἐν Ἀρτεμισίῳ ἀγωνίσματα Her.)

    2) состязание
    

(ἀγωνίσματα ποιεῖν Arst.)

    3) доблестное деяние, подвиг
    

(καλὸν ἀ. Thuc.; μέγιστον ἀ. Lys.)

    4) слава, успех
    

ἀ. μέγα ποιέεσθαί τι Her. — вменять себе что-л. в большую заслугу;

    ἀ. ἐς τὸ παραχρῆμα Thuc. — минутный успех;
    προσλαβεῖν ἀ. τινος Thuc. — стяжать славу за что-л.

    5) исход, результат
    

πῶς καὴ πέπρακται ἀρᾶς ἀ. Οἰδίπου ; Eur. — что вышло из проклятия Эдипа?

    6) предмет спора, вопрос
    

οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc. — немалую задачу ты ставишь


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγωνισμα" в других словарях:

  • ἀγώνισμα — contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγώνισμα — το (Α ἀγώνισμα) [ἀγωνίζομαι] 1. συναγωνισμός, διαγωνισμός 2. αθλητικός αγώνας, άθλημα αρχ. 1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη 2. κατόρθωμα, επίτευγμα 3. έπαθλο 4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια 5. ρητορικό γύμνασμα 6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • αγώνισμα — το, ατος καθένα από τα διάφορα είδη των αθλητικών αγώνων: Σήμερα θα γίνουν τα αγωνίσματα δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… …   Dictionary of Greek

  • τἀγώνισμα — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνισμ' — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg ἀ̱γώνισμαι , ἀγωνίζομαι contend for a prize perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνισμάτων — ἀγώνισμα contest neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσμασι — ἀγώνισμα contest neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσμασιν — ἀγώνισμα contest neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσματα — ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»